αντιστοιχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: αντιστοιχίζω – αντιστοιχώ : οι έννοιες των δύο ρημάτων δεν ταυτίζονται. Το αντιστοιχίζω σημαίνει θέτω σε αντιστοιχία κάτι με άλλο, ενώ το αντιστοιχώ αναλογώ, ισοδυναμώ με κάτι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιστοιχώ — (Α ἀντιστοιχῶ, έω) [αντίστοιχος] νεοελλ. 1. είμαι αντίστοιχος, συμμετρικά τοποθετημένος έναντι άλλου 2. ισοδυναμώ, εξομοιώνομαι, αναλογώ προς κάποιον αρχ. 1. στέκομαι απέναντι σε κάποιον αποτελώντας με αυτόν ζεύγος 2. χορεύω με κάποιον αντικρυστά … Dictionary of Greek
αντιστοιχώ — ησα, είμαι παράλληλης αξίας με κάποιον άλλο, αναλογώ, ισοδυναμώ: Στην ώρα αντιστοιχούν εξήντα πρώτα λεπτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιστοίχῳ — ἀντίστοιχος ranged opposite in rows masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστοιχίζω — αντιστοιχίζω, αντιστοίχισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αντιστοιχίζω – αντιστοιχώ : οι έννοιες των δύο ρημάτων δεν ταυτίζονται. Το αντιστοιχίζω σημαίνει θέτω σε αντιστοιχία κάτι με άλλο, ενώ το αντιστοιχώ αναλογώ, ισοδυναμώ με κάτι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντίκειμαι — (AM ἀντίκειμαι) βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι νεοελλ. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο*. αρχ. (ως παθ. του ἀντιτίθημι*) 1. είμαι τοποθετημένος απέναντι 2. αντιστοιχώ 3. (για τόπους) κείμαι απέναντι 4. (για πράγματα) κείμαι… … Dictionary of Greek
αντιπαράκειμαι — ἀντιπαράκειμαι (Α) 1. κείμαι, είμαι τοποθετημένος ακριβώς απέναντι 2. (Γραμμ.) αντιστοιχώ … Dictionary of Greek
αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… … Dictionary of Greek
ισοδυναμώ — (ΑΜ ἰσοδυναμῶ, έω) [ισοδύναμος] είμαι ίσος ή ισοδύναμος με κάποιον, έχω την ίδια δύναμη ή ισχύ ή αξία ή σημασία με κάποιον άλλο, αντιστοιχώ (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με άρνηση» β. «τὸ ψεῡδος ἰσοδυναμεῑ πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Πολ.) αρχ. (για… … Dictionary of Greek
ισοζυγώ — (Α ἰσοζυγῶ, έω) [ισόζυγος] κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο κατά το βάρος, ισοζυγίζω νεοελλ. έχω το ίδιο βάρος, ισορροπώ, αντιστοιχώ με κάποιον άλλο 2. βρίσκομαι σε οικονομική ισορροπία, έχω ισοζύγιο … Dictionary of Greek